Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

η αντικειμενική

См. также в других словарях:

  • αντικειμενική συστοιχία — Μέθοδος λογοτεχνικής γραφής, κατά την οποία ο συγγραφέας (ποιητής ή πεζογράφος) προκαλεί συγκίνηση, συνδέοντας το κείμενό του με κάποιο οικείο ή προσπελάσιμο στον αναγνώστη αντικειμενικό στοιχείο (π.χ. με υπαρκτά γεγονότα, μύθους, γνωστή… …   Dictionary of Greek

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • αντικειμενικός — ή, ό 1. αυτός που απορρέει από το αντικείμενο (και όχι από υποκειμενική, προσωπική γνώμη η κρίση) 2. φρ. α) «αντικειμενικός σκοπός» τελικός σκοπός στον οποίο αποβλέπει κάποιος β) «ἀντικειμενική ἀξία» γενικά παραδεκτή αξία, που δεν επιδέχεται… …   Dictionary of Greek

  • διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… …   Dictionary of Greek

  • μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • βρογχοπνευμονία — Φλεγμονώδης νόσος που αφορά συγχρόνως τον βλεννογόνο των βρόγχων και το πνευμονικό παρέγχυμα, κατά εστίες. Οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι μεμονωμένες ή συρρέουσες. Η β. προσβάλλει ανθρώπους όλων των ηλικιών, κατά προτίμηση όμως τα μικρά παιδιά …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»